φειδίτειον

φειδίτειον
τὸ, Α
βλ. φιδίτιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιδίτιον — και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α 1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον* 2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση τού τ στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ τού ι (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ άλλη άποψη, ωστόσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”